-
1 журнал
журнал м 1) το περιοδικό иллюстрированный \журнал το εικονογραφημένο περιοδικό \журнал мод το φιγουρίνι 2) (для записи) το ημερολόγιο классный \журнал το ημερολόγιο της τάξης* * *м1) το περιοδικοίиллюстри́рованный журна́л — το εικονογραφημένο περιοδικό
журна́л мод — το φιγουρίνι
2) ( для записи) το ημερολόγιοкла́ссный журна́л — το ημερολόγιο της τάξης
-
2 мода
мода ж η μόδα· быть в \модае είμαι της μόδας· войти в \модау μπαίνω στη μόδα' выйти из \модаы βγαίνω από τη μόδα· демонстрация мод η επίδειξη μόδας" журнал мод το φιγουρίνι* * *жη μόδαбыть в мо́де — είμαι της μόδας
войти́ в мо́ду — μπαίνω στη μόδα
вы́йти из мо́ды — βγαίνω από τη μόδα
демонстра́ция мод — η επίδειξη μόδας
журна́л мод — το φιγουρίνι
-
3 журнал
журналм1. τό περιοδικό[ν]:иллюстрированный \журнал τό εἰκονογραφημένο περιοδικό· \журнал мод τό περιοδικό μόδας, τό φιγουρίνι·2. (для записи) τό κατάστι-χο[ν], τό ήμερολόγιο[ν]:судовой \журнал τό ἡμερολόγιο πλοίου· классный \журнал τό ἡμερολόγιο τής τάξης, ὁ κατάλογος· занести в \журнал καταγράφω ἔγγραφο, πρωτοκολλώ. -
4 журнал
-а α.1. περιοδικό• επιθεώρηση• „Наука и жизнь" το περιοδικό „Επιστήμη και ζωή"• журнал мод περιοδικό μόδας (φιγουρίνι)•направление -а το χρώμα (τάση) του περιοδικού.
2. κατάλογος, πίνακας, βιβλίο εγγραφής•школьный журнал ο σχολικός κατάλογος•
судовой журнал ημερολόγιο πλοίου•
- заседаний πρακτικό συνεδριάσεων. || πρωτόκολλο•журнал входящих πρωτόκολλο εισερχομένων (εγγράφων)•
занести в -καταγράφω έγγραφο, πρωτοκολλώ.
См. также в других словарях:
φιγουρίνι — το (λ. ιταλ.) 1. εικονογραφημένο περιοδικό μόδας (συνήθως γυναικείας), που περιέχει υποδείγματα μοντέρνων φορεμάτων. 2. γυναίκα ωραία και κομψή, ντυμένη σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας: Μ αυτό το φόρεμα είσαι φιγουρίνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιγουρίνι — το, Ν 1. εικονογραφημένο περιοδικό μόδας 2. μτφ. ωραία και κομψή γυναίκα, ντυμένη σύμφωνα με την μόδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < figurino (< figura, πρβλ. φιγούρα)] … Dictionary of Greek
Φαλντέλα, Τζιοβάνι — (Faldélla, Σαλούτζια 1846 – 1928). Ιταλός συγγραφέας και πολιτικός. Άσκησε για μικρό χρονικό διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου, αλλά σύντομα αφιερώθηκε στη λογοτεχνία και στη δημοσιογραφία και ίδρυσε, το 1869, με τους φίλους του Καμεράνα και… … Dictionary of Greek